- αναβιώνω
- rétablir
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
αναβιώνω — αναβιώνω, αναβίωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αναβιώνω — (Α ἀναβιῶ, όω) επανέρχομαι στη ζωή, ξαναζώ, ξαναγεννιέμαι νεοελλ. επαναφέρω κάτι στη ζωή, ξαναζωντανεύω, αναζωπυρώνω, επαναδραστηριοποιώ, ενεργοποιώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνὰ + βιῶ. ΠΑΡ. ἀναβίωσις ( η) μσν. ἀναβίωμα] … Dictionary of Greek
αναβιώνω — ίωσα, αμτβ., ξαναζώ, αποχτώ ξανά δύναμη: Αισθανόταν πως αναβίωνε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναζώ — ( έω) (ΑΜ ἀναζῶ, άω και ώω) επανέρχομαι στη ζωή, αναβιώνω, ξαναζώ νεοελλ. 1. ανακτώ δυνάμεις, αναζωογονούμαι 2. εμφανίζω σημεία ζωής λέγεται για το έμβρυο που σκιρτά για πρώτη φορά μέσα στη μήτρα 3. επαναφέρω κάποιον στη ζωή 4. παρέχω σε κάποιον… … Dictionary of Greek
εξαναζώ — και ξαναζώ (Μ ἐξαναζῶ) αναβιώνω, ξανάρχομαι στη ζωή … Dictionary of Greek
επαναβιώνω — (Μ ἐπαναβιῶ, όω) επανέρχομαι στη ζωή, ανασταίνομαι, αναβιώνω … Dictionary of Greek
επαναζώ — (Α ἐπαναζῶ, ώω) ξαναζῶ, αναβιώνω, επανέρχομαι στη ζωή … Dictionary of Greek
ξαναζώ — (Μ ξαναζῶ) 1. ζω πάλι 2. ξανάρχομαι στη ζωή, ξαναζωντανεύω, αναβιώνω νεοελλ. αναζωογονούμαι 2. επαναφέρω κάποιον στη ζωή, ανασταίνω («και νεκρή τήν ήθελε γυρίσει οπίσω από τον θάνατον και να τήν ξαναζήσει», Σουμμ.) … Dictionary of Greek
βρικολακιάζω — ιασα, βρικολακιασμένος 1. γίνομαι βρικόλακας: Λένε πως όσοι νεκροί μένουν άταφοι, βρικολακιάζουν. 2. μτφ. (για καταστάσεις, αντιλήψεις και θεσμούς νεκρούς και ανεπιθύμητους), αναβιώνω, ζωντανεύω: Κάθε τόσο βρικολακιάζουν πολλοί θεολογικοί… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)